- ρετάλι
- και ρετάλιο, το, Ν1. το τελευταίο υπόλοιπο από τόπι υφάσματος που πουλιέται σε τιμή φθηνότερη από την τρέχουσα2. μτφ. άνθρωπος ανάξιος, τιποτένιος («κάτι ρετάλια παριστάνουν τους σπουδαίους»)3. φρ. «τόν έκανε ρετάλι» — τόν καταντρόπιασε.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ritaglio].
Dictionary of Greek. 2013.